παραπλήρωμα

παραπλήρωμα
παραπλήρ-ωμα, ατος, τό,
A expletive, ὀνομάτων π. words and phrases of such kind, D.H. Dem.39, cf. 19 ;

λέξεων Id.Isoc.3

.
II Geom., complement of a parallelogram, Euc. 1.43, etc.
III = sagina, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραπλήρωμα — expletive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλήρωμα — το, ΝΑ [παραπληρώ] συμπληρωματική προσθήκη, συμπλήρωμα νεοελλ. γωνία η οποία όταν προστεθεί σε άλλη αποτελεί μαζί της άθροισμα δύο ορθών γωνιών αρχ. 1. πλεόνασμα, παραγέμισμα («ὀνομάτων παραπλήρωμα» λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά …   Dictionary of Greek

  • παραπλήρωμα — το, ατος 1. συμπλήρωμα, γέμισμα. 2. (μαθημ.), κάθε γωνία που προστίθεται σε άλλη και προκύπτει άθροισμα δύο ορθές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπληρωμάτων — παραπλήρωμα expletive neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρώμασι — παραπλήρωμα expletive neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρώμασιν — παραπλήρωμα expletive neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρώματα — παραπλήρωμα expletive neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρώματι — παραπλήρωμα expletive neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρώματος — παραπλήρωμα expletive neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπληρωματικός — ή, ό / παραπληρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραπλήρωμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παραπλήρωμα, συμπληρωματικός νεοελλ. φρ. α) «παραπληρωματικές γωνίες» μαθημ. δύο επίπεδες γωνίες τών οποίων το άθροισμα είναι δύο ορθές, δηλ. 180 μοίρες β)… …   Dictionary of Greek

  • SAGMA — Graecis ςάγμα et ςαγὴ, proprie est, quod iumentis onera baiulantibus imponitur, ut mollius et sine sua noxa vehant; distinctum a sella equorum vel aliorum animantium, quibus homo vehitur. Vegetius Rei veterin. l. 2. c. 59. Exceptis his, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”